- φαινόλι(ο)
- τοβλ. φαιλόνι(ο).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαινόλις — φαινόλῑς , φαινόλις light bringing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) φαινόλις light bringing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιλόνι(ο), το — και φαινόλι(ο), το διακριτικό άμφιο των ιερέων σαν μανδύας χωρίς μανίκια, σε σχήμα κώνου, που στο πίσω του μέρος φτάνει ως κάτω στα πόδια και μπροστά είναι κοντό, με τρύπα στο πάνω μέρος από όπου περνάει το κεφάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)